τρεμοσβήνω

τρεμοσβήνω
αμετ.
1) мигать (о пламени свечи и т. л.)и. 2) перен. едва теплиться, угасать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τρεμοσβήνω" в других словарях:

  • τρεμοσβήνω — βλ. πίν. 1 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρεμοσβήνω — Ν σβήνω με τρεμουλιαστές αναλαμπές …   Dictionary of Greek

  • τρεμοσβήνω — τρεμόσβησα 1. αμτβ., σβήνω τρεμουλιαστά, σβήνω αργά (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαριά άρρωστος και τρεμοσβήνει η ζωή του. 2. τρεμοφέγγω (βλ λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμποφέγγω — φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • τρεμοπαίζω — Ν τρεμοσβήνω …   Dictionary of Greek

  • τρεμόσβηστος — η, ο, Ν [τρεμοσβήνω] αυτός που σβήνει σιγά σιγά με τρεμουλιαστές αναλαμπές …   Dictionary of Greek

  • θαμποφέγγω — εξα, φέγγω θαμπά, τρεμοσβήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»